εξασθενίζω

εξασθενίζω
εξασθενίζω, εξασθένισα βλ. πίν. 33
——————
Σημειώσεις:
εξασθενίζωεξασθενώ : τα δύο ρήματα διαφοροποιούνται από άποψη σημασίας το εξασθενίζω έχει την έννοια κάνω κάτι λιγότερο έντονο, λιγότερο ισχυρό (η αρρώστια εξασθενίζει τον οργανισμό), το εξασθενώ χάνω την ένταση, την αρχική μου δύναμη (οι άνεμοι εξασθενούν βαθμιαία).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξασθενίζω — καθιστώ κάτι ασθενές, επιφέρω εξάντληση, κατάπτωση («τόν εξασθένισε η αρρώστια») …   Dictionary of Greek

  • εξασθενίζω — εξασθένισα, εξασθενίστηκα, εξασθενισμένος, μτβ., κάνω κάτι ασθενές, ελαττώνω τη δύναμή του, αδυνατίζω, εξαντλώ: Εξασθενίστηκε από τον υψηλό πυρετό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπεκλύω — Α 1. χαλαρώνω ή εξασθενίζω κάπως («τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς ὑπεκλύειν», Ιώσ.) 2. μέσ. ὑπεκλύομαι γίνομαι όλο και πιο ασθενής, εξασθενίζω βαθμιαία («παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκλύω «λύνω, απαλλάσσω, χαλαρώνω,… …   Dictionary of Greek

  • καταγυιώ — καταγυιῶ, όω (Α) εξασθενίζω, αδυνατίζω («ὡς καταγυιοῑ τοὺς πίνοντας», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γυιῶ «εξασθενίζω, βλάπτω»] …   Dictionary of Greek

  • εξασθενώ — εξασθενώ, εξασθένησα, εξασθενημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: εξασθενίζω – εξασθενώ : τα δύο ρήματα διαφοροποιούνται από άποψη σημασίας το εξασθενίζω έχει την έννοια → κάνω κάτι λιγότερο έντονο, λιγότερο ισχυρό (η αρρώστια εξασθενίζει τον… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αδυνατίζω — (Μ ἀδυνατίζω) 1. γίνομαι αδύνατος, αχαμνός, χάνω βάρος, λεπταίνω 2. καταβάλλομαι, ατονώ, εξασθενώ 3. ελαττώνομαι, λιγοστεύω, φτωχαίνω («οι βρύσες αδυνάτισαν κι οι ποταμιές στερέψαν») 4. κάνω κάποιον αδύνατο ή άτονο, εξασθενίζω, εξαντλώ μσν. είμαι …   Dictionary of Greek

  • αμαυρώνω — (Α ἀμαυρῶ όω) αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές 2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω 3. καταστρέφω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθ. ἀμαυρός. ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση,… …   Dictionary of Greek

  • αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του …   Dictionary of Greek

  • αμενηνώ — ἀμενηνῶ ( όω) (Α) [ἀμενηνός] εξασθενίζω, αμβλύνω την ορμή ή τη δύναμη κάποιου …   Dictionary of Greek

  • απαμβλύνω — (Α ἀπαμβλύνω) μειώνω την οξύτητα ή την ένταση, περιορίζω μετριάζω («απαμβλύνω τις ανισότητες, τις αδικίες κ.λπ.») αρχ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, εξασθενίζω την κόψη του 2. παθ. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα και τη δύναμη μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”